Η κακοσμία της αναπνοής είναι μια κοινή και ενοχλητική κατάσταση που επηρεάζει περίπου το 25% του ενήλικου πληθυσμού. Οι επαγγελματίες υγείας (οδοντίατροι, οικογενειακοί γιατροί, ωτορινολαρυγγολόγοι, γαστρεντερολόγοι κλπ), αντιμετωπίζουν ασθενείς που αναφέρουν.

Δυσοσμία στην καθημερινή τους πρακτική. Ωστόσο, η διάγνωση και η διαχείριση των οσμών της αναπνοής  διδάσκονται ελάχιστα στις οδοντιατρικές και ιατρικές σχολές.

Δυσοσμία ή κακοσμία του στόματος είναι το οποιοδήποτε είδος δυσάρεστου αρώματος που γίνεται αισθητή κατά την αναπνοή, εκπνοή και την ομιλία ενός.

Αυτές οι οσμές έχουν πολλές διαφορετικές αιτίες και μπορεί να προέρχονται από διάφορες θέσεις, όπως η στοματική κοιλότητα, η ρινική κοιλότητα, από την ανώτερη αναπνευστική οδό αλλά και από τους πνεύμονες.

Σύμφωνα με έρευνα που διεξάγεται σε διεπιστημονικές κλινικές για δυσάρεστη αναπνοή (με τη συμμετοχή επαγγελματιών από διάφορους τομείς: οδοντιάτρους, ΩΡΛ, παθολόγους, και ψυχολόγους) περίπου το 90% των οσμών προέρχεται από την στοματική κοιλότητα.

Αυτή η κατάσταση στην οποία η κακοσμία προέρχεται από το στόμα είναι κοινώς γνωστή ως στοματική κακοσμία.

Οι πιθανές περιοχές παραγωγής της κακοσμίας μέσα στην στοματική κοιλότητα περιλαμβάνουν το οπίσθιο τμήμα της ράχης της γλώσσας, περιοχές κάτω από τα ούλα  (π.χ. περιοδοντικούς θυλάκους και μεσοδόντια διαστήματα), ελαττωματικές αποκαταστάσεις (π.χ. διαρροές από στεφάνες και γέφυρες), οδοντικά εμφυτεύματα, οδοντοστοιχίες, και αποστήματα.

Επιπλέον, η  ξηροστομία που προέκυψε από σταδιακή μείωση της ροής του σάλιου παίζει σημαντικό ρόλο στην δημιουργία αυτής της κατάστασης.

Οι οσμές του στόματος συνήθως μετρώνται είτε απευθείας από τους ανθρώπους, είτε έμμεσα, με βάση τα επίπεδα των πτητικών ενώσεων (VSC) εντός της στοματικής κοιλότητας.